Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Dzur Dinner - D-Day

D-Day ονομάζεται διεθνώς η μέρα κατά την οποία έγινε η απόβαση των Συμμαχικών Δυνάμεων στις ακτές της Νορμανδίας. Εκείνη την ημέρα, κρίθηκε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Σήμερα, είναι η D-Day του γεύματος αυτού. Και δεν ξέρω αν εγώ είμαι ο Τζόνυς ή ο Φρίτσης.

Ωφ και ωφ. Έχω λίγο άγχος.

English please?

D-Day is the common name of the day on which the Allied Forces landed on the beaches of Normandy. That day, the outcome of the World War II was sealed.

Today is this lunch’s D-Day. And I don’t know if I'm a Johnny or a Fritz.

Oh dear. I think I’m a little nervous.

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Dzur Dinner - Οίνος Ευφραίνει

Το τελευταίο και μεγαλύτερο πείραμα στην ανακατασκευή αυτού του γεύματος, εκείνο που θα μπορούσε είτε να το ανεβάσει στα ουράνια, είτε να το καταβαραθρώσει στα απύθμενα βάθη, ήταν το κρασί.

Γιατί, πώς να το κάνουμε, όταν ο Μπρουστ δίνει τόση σημασία στο κρασί όση και σε κάθε ένα από τα υπόλοιπα πιάτα, εγώ γιατί πρέπει να δώσω λιγότερη;

Αχουμ-χουμ. Κι αφού δεν ξέρω την τύφλα μου από κρασιά, τι πρέπει να κάνω τότε;

Enter η εξαδέλφη Σωτηρία Μαλατέστα. Η οποία γνωρίζει μια καταπληκτική νεαρή κυρία που ονομάζεται Μαρία Δελίτσικου. Κι η οποία τυγχάνει να εργάζεται με επιτυχία σεβαστή στην εταιρία Genius In Gastronomy, του Γιώργου Λούκα. Κι οι οποίοι Μαρία και Γιώργος έσκυψαν πάνω από την τρέλα μου με κατανόηση, υπομονή και ω, πόση θέληση να βοηθήσουν. Ω, πόση.



Διότι όταν έχεις να ταιριάξεις ένα κρασί με

πλατύφυλλα είδη μαρουλιού, με κάσιους, ζεματισμένες φέτες ντομάτας, καρδιές κοκκοφοίνικα, πιπερίτσες πιμέντο, φρέσκα κρεμμυδάκια και καρδιές αγκινάρας
μαριναρισμένες σε γλυκό ξίδι, το οποίο χρησίμευε ως σάλτσα. Τριμμένο τυρί νίθλαν
-οξύ και μοσχάτο- είχε πέσει από πάνω και το όλο θέμα σκεπάστηκε με ζαχαρωμένα
ροδοπέταλα


πρέπει να έχεις όχι μόνο υπομονή και ταλέντο, αλλά και την ευστροφία να επιλέξεις ανάμεσα σ’ αυτό που εσύ θα πρότεινες κι αυτό που προτείνει ο συγγραφέας:

ένα Ντεσκάνι, το οποίο είναι κάτι σαν αυτό που έβγαινε αν έχυνες μισό ποτήριλευκό σε μισό ποτήρι κόκκινο. Ακούγεται απαίσιο, αλλά δεν είναι και τόσο κακό.
Και το συγκεκριμένο, ό,τι κι αν ήταν, έφερνε ένα πολύ ήπιο γαργάλημα στη γλώσσα
που ταίριαξε με τη γλυκύτητα των ζαχαρωμένων ροδοπέταλων


Η Μαρία κι ο Γιώργος δε λυπήθηκαν ούτε κόπο ούτε φαντασία για να με βοηθήσουν. Και το αποτέλεσμα της βοήθειάς τους κυμαίνεται μεταξύ της οικειότητας ενός λευκού Φιλοκτήτη (Ευάμπελος Γη, «λαμπερό κίτρινο χρώμα, με κυρίαρχες νότες ανθέων και εσπεριδοειδών, φίνο και λεπτό στο στόμα με ισορροπημένη οξύτητα και αρωματική επίγευση φλούδας περγαμόντου») έως την πλούσια εμπειρία ενός Πόρτο (Ramos Pinto LBV Port, «ώριμες φρουτώδεις γεύσεις»).

Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, το αποτέλεσμα της δουλειάς της Μαρίας και του Γιώργου δείχνει πόσο τυχεροί είναι οι πελάτες και οι συνεργάτες τους -ή, αν θέλετε, πόσο έξυπνοι και σωστοί επαγγελματίες είναι στην Genious In Gastronomy, ώστε να αξιοποιούν με τέτοιον δημιουργικό τρόπο το ταλέντο και τις γνώσεις τους. Κι επίσης πόσο τυχερή είμαι εγώ, που (και μη ρωτήσετε γιατί) υπήρχαν κατασκηνώσεις στον Κάλαμο πριν από 15 χρόνια, όπου κορίτσια κι αγόρια σφυρηλατούσαν φιλίες που θα διατηρούσαν για μια ζωή.

Κι είμαι σίγουρη ότι οι οινικές επιλογές της Μαρίας και του Γιώργου θα με βοηθήσουν να σφυρηλατήσω εξίσου δυνατές και μακροχρόνιες φιλίες με όλους όσους θα μου κάνουν την τιμή να καθίσουν σ’ αυτό το τραπέζι.

English please?

The last and biggest experiment in the reconstruction of this meal, that could either raise it to heaven, or to tumble it down to the bottomless depths, was wine.

Because, yes, when Brust takes it into so much trouble to describe the wines, nearly as much trouble as he takes into any of the other dishes, shame on me if I take into less.

Eh. And since I do not know a thing about wines, what should I do then?

Enter cousin Sotiria Malatesta. Who happens to know an amazing young lady named Maria Delitsikou. And who, in turn, happens to successfully work with Genius In Gastronomy, a company run by George Lukas. Mary and George took my madness with understanding, patience, and oh, so much will to help. Oh, so much.

For when you have to find a wine to pair with

broad-leaf kinds of lettuce, along with flatnuts, blanched tomato wedges, soul of palm, pimentos, scallions, and artichoke heart marinated in sweet vinegar, which functioned as a dressing. A grated nithlan cheese—sharp and musky—was
shredded over it, and the whole thing was topped with candied rose petals.


you must have not only patience and talent, but also the ingenuity to choose between what would you recommend and what the author suggests:

a Descani, which is something like what you'd get if you poured half a glass of white into half a glass of red. It sounds awful, but it really isn't that bad. And this, whatever it was, produced a very mild tingle on the tongue that went
well with the sweetness of the candied rose petals.


Mary and George spared neither labour nor imagination while trying to help me. And the result of their assistance ranges from the comfort of a white Philoctetes (Evampelos Ghi, "bright yellow, with dominant notes of flowers and citrus fruits, dainty and delicate in the mouth with balanced acidity and aromatic bergamot peel finish) to the rich experience of a Porto (Ramos Pinto LBV Port, mature, fruity flavours).

To be perfectly honest, the result of Mary and George’s work shows how lucky their customers and colleagues are, or if I may, how good and smart businessmen are the guys at Genius In Gastronomy, to make full use of their talent and knowledge. And also how lucky I am that (and don’t ask why) there were camps in Kalamos 15 years ago, where girls and boys strafed friendships that would keep for a lifetime.

And I'm sure that the wine choices of Mary and George would also help me to forge strong and lasting friendships with everyone that I will have the honour to sit with during this dinner.

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Dzur Dinner - This Is Not A Drill

Και φτάνει εκείνη η στιγμή που κάθε μαγείρισσα ή μάγειρας τρέμει: η στιγμή της δοκιμής.

Δεν είναι ότι φοβάσαι την ίδια τη δοκιμή ή την πράξη του μαγειρέματος ή ότι έχεις αμφιβολίες σχετικά με τις μαγειρικές σου ικανότητες. Είναι απλά το αναπάντεχο, εκείνο που το γυρίζεις στο κεφάλι σου και λες «εντάξει, το ‘χω» κι έπειτα το ξαναγυρίσεις και λες «εντάξει, το ‘χω;»

Έχω μερικές φορές την εντύπωση, ειδικά όταν μαγειρεύω, ότι είμαι κάτι σαν αλχημιστής. Ότι η κατσαρόλα μου είναι στην ουσία η μαρμίτα που με κοροϊδεύει ότι δε θα καταφέρω να φτιάξω το μαγικό ζωμό. Ή ότι ανακατεύω τα χημικά μου και σε λίγο θα μου φέρουν το πειραματόζωο (ξέρω, ανατριχιαστική η εικόνα. Αλλά είδα πάλι κατά τύχη εικόνες πραγματικών πειραματόζωων και μου σημάδεψαν τη μέρα…)

Ειδικά για το γεύμα που σχεδιάζω, οι δοκιμές επιβάλλονταν. Κι όχι μόνο επιβάλλονταν αλλά ταίριαζαν και με την εικόνα που περιέγραψα προηγουμένως. Επιλογές προϊόντων, τεστάρισμα συσκευών και κατσαρολικών, δοκιμές στο μαρινάρισμα, στο άχνισμα, στο ψήσιμο και την παρασκευή πιπερόμυρου…



Γιατί άλλο να λες

Λιώσε μερικές κουταλιές λίπος χήνας, ανακάτεψε μέσα λίγες κουταλιές σκόνη
Ανατολίτικο κόκκινο πιπέρι. Το ανακατεύεις, δεν το αφήνεις να καεί. Παίρνεις μια
πολύ πιο έντονη γεύση πιπεριού.

κι άλλο να το δοκιμάσεις πραγματικά να το φτιάξεις. Αν το αφήσεις τελευταία στιγμή, θα πάθεις αυτό που έπαθα εγώ. Θα πάρεις μια παράξενη, παχιά πάστα πάπρικας που δε θα μπορέσεις να την περιχύσεις πάνω από το μοσχάρι με την ξυνόκρεμα. Άσχετα που όντως θα έχει τέλεια γεύση.

Επίσης το ίδιο κάζο μπορείς να πάθεις με διάφορα άλλα σημεία του γεύματος όπως το γεμιστό ψάρι:

«Πέστροφα του γλυκού νερού» ανήγγειλε ο Μίχι, «από τον ποταμό Αντριλάνκα,
γεμιστή με τριμμένο καρότο, φρέσκο δεντρολίβανο, αλάτι, τριμμένο μαύρο πιπέρι,
πασπαλισμένο με Ανατολίτικο πιπέρι, λιωμένο σκόρδο και φέτες λεμονιού.
Συνοδεύεται από φρέσκες ρέβες, αχνισμένες σε λεμονοβούτυρο.»

Οκέυ, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να φτιάξεις ένα φιλέτο ψαριού γεμιστό. Κι όμως. Αρχικά έβαλα τόσο λίγο καρότο που δεν άξιζε τον κόπο να το αναφέρω. Έπειτα έβαλα τόσο σκόρδο που μου έπεσε η πίεση στην πρώτη πιρουνιά. Ύστερα έβαλα τις φέτες λεμονιού μαζί με τη λευκή μεμβράνη που τις προστατεύει, αυτό που χωρίζει την ψίχα του φρούτου από τη φλούδα του. Και βγήκε πικρό σα διάολος. Για να μη μιλήσω για τις ρέβες, που αχνιστές-ξεαχνιστές ήταν τόσο πικρές που τελικά αποφάσισα να τις αντικαταστήσω με λευκά σπαράγγια.

Άλλες δοκιμές που βγήκαν σε καλό ήταν εκείνη με το μείγμα ελαίων

[…] έβγαλε μια μικρή κεραμική φιάλη από την ποδιά του. Την κούνησε γρήγορα,
εξασκημένα, κατόπιν αφαίρεσε το φελλό από τη φιάλη.
Το μπουκάλι είχε λάδι -ένα μίγμα λαδιού από σπόρους σταφυλιού, ελαιόλαδου και φυστικέλαιου, για να είμαι ακριβής. Το άρωμα που είχε όπως απλώθηκε στο ζεστό γρανίτη ήταν ήπιο, ελαφρώς μοσχάτο.

Το κόλπο εδώ ήταν όχι μόνο να βρεις εκείνη την αναλογία ελαίων που να έχεις ως αποτέλεσμα ένα ήπιο κι ελαφρώς μοσχάτο άρωμα, αλλά να ακούσεις ακριβώς τι έχει να πει ο θείος Στήβεν. Κι ήμουν πολύ τυχερή γιατί έτυχε το μπουκάλι που χρησιμοποίησα να είναι διάφανο κι έτσι είδα…

Είδα ότι τα τρία προαναφερόμενα έλαια δεν ανακατεύονται εύκολα. Κάποιο από τα τρία, πιθανότερα το φυστικέλαιο πέφτει στον πάτο του μπουκαλιού. Οπότε η κίνηση του Μίχι του σερβιτόρου να κουνήσει ζωηρά τη φιάλη πριν την ανοίξει, ήταν κίνηση στρατηγικής σημασίας…

Άλλο σημείο που η δοκιμή αποδείχτηκε σωτήρια ήταν το κοτόπουλο. Πέραν του ότι οι ενδεικτικές ποσότητες σκόρδου ήταν σαφώς υπερτιμημένες (μία και πολλή του είναι) βιάστηκα να αποσύρω τη σάλτσα πριν το σκόρδο της ψηθεί καλά. Αποτέλεσμα: η σάλτσα είχε τόσο έντονη γεύση, με το κρεμμύδι να είναι σχεδόν ωμό, που επισκίαζε όλη την υπόλοιπη μαγεία του πιάτου.

Το ίδιο και με τη σούπα. Το σκόρδο της ήταν πολύ δυνατό, η πάπρικα λιγότερη απ’ όση θα ήταν ωραίο να έχει, το σαφράν της περισσότερο και πίκριζε και το αλάτι της ήταν να την κάνει λύσσα, ενώ τα μανιτάρια που υπέθεσα αρχικά ότι θα χρειάζονταν ήταν τρεις φορές περισσότερα από εκείνα που έπρεπε τελικά να βάλω.

Η μεγαλύτερη αποτυχία μου απ’ όλες κι εκείνη που με υποχρέωσε ν’ αλλάξω εντελώς την περιγραφή του Μπρουστ, ήταν το λάνγκος, το σκορδόψωμο. Η περιγραφή του είναι η εξής:

Αποτελείται από μια μικρή, στρογγυλή φραντζόλα λίγο, ελάχιστα γλυκό ψωμί που
έχει τηγανιστεί σε μπόλικο λάδι. Σερβίρεται με μια σκελίδα σκόρδο. Κόβεις το
σκόρδο με τα δόντια στη μέση, έπειτα το τρίβεις στο ψωμί, καίγοντας λίγο τα δάχτυλά σου. Κατόπιν ρίχνεις μια δαγκωνιά στο σκόρδο, μετά περιμένεις και καθώς εκρήγνυται στο στόμα σου, ρίχνεις μια δαγκωνιά του ψωμιού.

Εντάξει, πέρα από το ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ζητήσω από τους φίλους μου να δαγκώσουν μια ωμή σκελίδα σκόρδο, η ακριβής έκφραση του συγγραφέα ήταν deep-fried. Να γεμίσω δηλαδή μια τσουκάλα με λάδι και να βουτήξω το ψωμί εκεί μέσα να τηγανιστεί.

Εχμ, νο. Νο-νο-νο-νο-νο-νο-νο. Καλύτερα να σερβίρω ένα απλό, συνηθισμένο σκορδόψωμο. Να τρίψω πάνω σε λοξές φετούλες γαλλικής μπαγκέτας ένα κομμένο σκόρδο, να τις αλείψω με λίγο λαδάκι και να τις ψήσω στην τοστιέρα ή στο γκριλ. Απλά πράγματα. Γιατί αν χρειαζόταν να τηγανίσω σε μπόλικο λάδι στρογγυλά ψωμάκια μπριος, όπως ήταν η αρχική μου εκτίμηση, τότε μάλλον οι καλεσμένοι μου δε θα φάνε τίποτε άλλο. Κι εγώ θέλω να φάνε απ’ όλα.

Και να πιούνε απ’ όλα.

English please?

And that moment comes when every cook fears to death: the time of testing.

It’s not like you’re afraid of the test itself or the act of cooking or that you have doubts rearding your culinary skills. It's the unexpected, that thing that you think about and say “OK, I’ve got it” and then come back to it and say “OK, have I got it?”

I sometimes get the impression that I'm something of an alchemist, especially when I cook. That my pot and pan are marmites that mock me: I will not manage in making the magic broth. Or that I’m mixing chemicals and I will soon have someone bring me a guinea pig (I know, creepy picture. But I saw some random pictures of real testing animals and I cannot forget it…)

For the meal I’m planning, tests were a must. A must and a perfect fit for the picture I described above. Product options, testing appliances and pots, trying the marinade thing, the steaming thing, the baking thing and the pepper-essence thing…

For it’s a different thing to say

"Melt a couple of spoonfuls of goose fat, stir in a few spoonfuls of powdered
Eastern red pepper. Stir it, don't let it burn. You get an intensified pepper
flavor."

and another, tottaly different, thing to actually try it. If you leave it till the last minute, you’ll end up with the same problem as mine. I got a strange, thick paprika paste that I won’t be able to pour over the beef brisket and the sour cream. It will have an amazing flavour, but still.

Same frustrating thing might happen to you during various other parts of the meal, like the stuffed fish:

"Freshwater trout," announced Mihi, "from the Adrilankha River, stuffed with carrot slivers, fresh rosemary, salt, crushed black pepper, a sprinkling of powdered Eastern red pepper, minced garlic, and sliced lemon wedges. Accompanied by fresh goslingroot, quick-steamed in lemon butter."



Okay, how hard can it be to stuff a fish fillet? Oh, but it is. At first, I used so small a quantity of carrot that it wasn’t worth mentioning. Then I used so much garlic that my blood pressure dropped. Then I used lemon slices with the pith on. And it came out bitter like hell. And don’t start me talking about turnips that steamed or not steamed, they were so bitter that I finally decided to replace them with white asparagus.

Other tests that were a saviour, was the oil mixture ones

[...]took a small stoneware pitcher from his apron. He gave it a quick, practiced shake, then removed the cork from the pitcher.
The bottle had oil—a mixture of grape-seed, olive, and peanut oil to be precise. The aroma it gave off as it spread over the heated granite was mild, slightly musky.


The trick here was not only in finding the exact proportion of oils which would result in a mild and slightly muscat flavor, but to exactly listen to what uncle Steven has to say. And I was very lucky because the bottle I used was transparent so I saw ...

I saw that the three aforementioned oils do not mix. One of them, probably the peanutoil, falls to the bottom of the bottle. So Mihi’s choise to shake the bottle before opening, was actually a strategic move...

Another point that the test proved itself was the chicken. Added to the fact that the indicative amounts of garlic were clearly overvalued (one clove is actually too much) I rushed the sauce before the garlic was well cooked. The result? The sauce had such an intense flavour, the onion was almost raw and it overshadowed the rest of the dish.

Same thing with the soup. The garlic was very strong, the paprika powder less than it would be nice to have, the saffron was too much, embittering the dish, and salt was enough to cure salmon. Mushrooms should be three times less than the initial quantity used.

But my biggest failure of all, the one that forced me to completely change the description of Broust, was langosh, the garlic bread. The description is as follows:

It consists of a small, round loaf of slightly, very slightly, sweet bread that has been deep-fried. It's served with a clove of garlic. You bite the garlic in half, then coat the bread with it, burning your fingers just a little. Then you take a bite of the garlic, then you wait, and, as it's exploding in your mouth, you take a bite of the bread.


Okay, beyond that there was no way to ask my friends to bite a raw clove of garlic, the exact expression of the writer was “deep-fried”. I should fill a pot with oil and deep a loaf of bread into there to fry it.

Ehm, no. No-no-no-no-no-no-no. It’s much better to serve a simple, plain garlic bread. I’ll cut oblique slices French baguette, rub them with a halved clove of garlic, smeared them with a little oil and grill them in the toaster or grill. Simple things. Because if I had to fry brioche rolls in oil, as was my initial assessment, then my guests would not eat anything else. And I want them to eat some of every dish I will serve them.

And to drink some of all the wines I will pour them.